- ἀλευρομαντεῖον
- ἀλευρο-μαντεῖον, τό,A divination from flour, Oenom. ap. Eus.PE5.25.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλευρομαντείον — ἀλευρομαντεῑον, το (Μ) [ἀλευρόμαντις] το μάντεμα με αλεύρι, η αλευρομαντεία … Dictionary of Greek
ἀλευρομαντεῖα — ἀλευρομαντεῖον divination from flour neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλευρόμαντις — ἀλευρόμαντις ( εως), ο (AM) αυτός που ασκεί τη μαντική χρησιμοποιώντας αλεύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλευρον + μάντις. ΠΑΡ. μσν. ἀλευρομαντεῖον] … Dictionary of Greek